- γυφτοχώρι
- το1. χωριό γύφτων.2. μτφ., χωριό φτωχό και βρόμικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γυφτοχώρι — το 1. συνοικία γύφτων 2. χωριό φτωχών και βρόμικων κατοίκων … Dictionary of Greek